Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐν οῦχος

См. также в других словарях:

  • ιστιούχος — ο ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος τού ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευν ούχος, κλειδ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • μουνούχος — ο (Μ μουνοῡχος και μνοῡχος) ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. εὐνοῦχος (< εὐνή «κλίνη, συζυγικό κρεβάτι» + οῦχος < ἔχω) > βνοῦχος > μνοῦχος > μουνοῦχος (για την τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος / vn / (ευν / αυν) σε / mn / πρβλ. εὔνοστος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»